sweater
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
sweater | sweaters |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαsweater (en)
- (ενδυμασία) το πουλόβερ, η μπλούζα, ένδυμα για το πάνω μέρος του σώματος συνήθως από βαμβάκι ή μαλλί με μακριά μανίκια
- ⮡ a Christmas sweater - χριστουγεννιάτικο πουλόβερ
- ⮡ a black long-sleeved sweater - μπλούζα μακρυμάνικη μαύρη