μπλούζα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπλούζα | οι | μπλούζες |
γενική | της | μπλούζας | — | |
αιτιατική | την | μπλούζα | τις | μπλούζες |
κλητική | μπλούζα | μπλούζες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπλούζα < (άμεσο δάνειο) γαλλική blouse < αβέβαιης ετυμολογίας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπλούζα θηλυκό
- (ενδυμασία) υφασμάτινο ελαφρύ ένδυμα για το πάνω μέρος του σώματος
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία- μπλούζα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπλούζα
Πηγές
επεξεργασία- μπλούζα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μπλούζα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)