μπλουζίτσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπλουζίτσα | οι | μπλουζίτσες |
γενική | της | μπλουζίτσας | — | |
αιτιατική | την | μπλουζίτσα | τις | μπλουζίτσες |
κλητική | μπλουζίτσα | μπλουζίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπλουζίτσα < υποκοριστικό του μπλούζα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπλουζίτσα θηλυκό
- φτηνή μπλούζα
Μεταφράσεις
επεξεργασία μπλουζίτσα
→ δείτε τη λέξη μπλουζάκι |