μπλουζάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μπλουζάκι | τα | μπλουζάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | μπλουζάκι | τα | μπλουζάκια |
κλητική | μπλουζάκι | μπλουζάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- μπλουζάκι < υποκοριστικό του μπλούζα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπλουζάκι ουδέτερο
- (ενδυμασία) φτηνή μπλούζα
- ※ Σφύριζε ανέμελα την «Καλίνκα», διπλώνοντας μπλουζάκια και πουλόβερ και στριμώχνοντας τις ελβιέλες του στο σακ βουαγιάζ (Λένα Διβάνη, Εργαζόμενο αγόρι, 2000)