πουκαμίσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- πουκαμίσα < πουκάμισ(ο) + κατάληξη θηλυκού -α [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pu.kaˈmi.sa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : που‐κα‐μί‐σα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πουκαμίσα θηλυκό
- (ενδυμασία) το είδος πουκάμισου το οποίο είναι μακρύ και φαρδύ και κουμπώνει στο πάνω μέρος καθώς φοριέται εξωτερικά
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη πουκάμισο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πουκαμίσα
|
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ πουκαμίσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας