πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πουκαμίσα οι πουκαμίσες
      γενική της πουκαμίσας των πουκαμισών
    αιτιατική την πουκαμίσα τις πουκαμίσες
     κλητική πουκαμίσα πουκαμίσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
πουκαμίσα < πουκάμισ(ο) + κατάληξη θηλυκού [1]

Ουσιαστικό

επεξεργασία

πουκαμίσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία