↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πουκαμίσα οι πουκαμίσες
      γενική της πουκαμίσας των πουκαμισών
    αιτιατική την πουκαμίσα τις πουκαμίσες
     κλητική πουκαμίσα πουκαμίσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πουκαμίσα < πουκάμισ(ο) + κατάληξη θηλυκού [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pu.kaˈmi.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: που‐κα‐μί‐σα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πουκαμίσα θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία