Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sweat sweats

sweat (en)

  1. (μη μετρήσιμο) ο ιδρώτας, το υγρό που αποβάλλεται από τους πόρους του σώματος ανθρώπου ή ζώου
    I wiped the sweat off my face.
    Σκούπισα τον ιδρώτα από το πρόσωπό μου.
  2. (συνήθως ενικός) ιδρωμένος, το να είμαι μούσκεμα στον ιδρώτα
    I woke up in a sweat.
    Ξύπνησα ιδρωμένος.
  3. (μη μετρήσιμο, ανεπίσημο) ο ιδρώτας, κοπιαστική δουλειά
    Everything he got, he got by his sweat.
    Ό,τι απέκτησε το απέκτησε με τον ιδρώτα του.
    He got rich off the sweat of others.
    Πλούτισε με τον ιδρώτα των άλλων.
    He made me sweat with his insistence, but in the end I convinced him.
    Με ίδρωσε με την επιμονή του, αλλά στο τέλος τον έπεισα.
  4. → και δείτε τη λέξη sweats
ενεστώτας sweat
γ΄ ενικό ενεστώτα sweats
αόριστος sweated, sweat
παθητική μετοχή sweated
ενεργητική μετοχή sweating

sweat (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) ιδρώνω, αποβάλλω ιδρώτα
    I sweat/I sweated from the heat/out of fear.
    Ίδρωσα από τη ζέστη/από το φόβο μου.
    Don’t run; you will sweat.
    Μην τρέχεις· θα ιδρώσεις.
    I am sweating on my face/in my underarms.
    Ιδρώνω στο πρόσωπο/στις μασχάλες.
    I’m sweating buckets (=a lot).
    Ιδρώνω πολύ.
  2. (αμετάβατο) ιδρώνω, για πράγματα όταν στην επιφάνειά τους σχηματίζονται σταγονίδια νερού
    The pitcher is sweating.
    Ιδρώνει το κανάτι.
  3. (αμετάβατο) ιδρώνω, κοπιάζω και κουράζομαι πολύ
    We sweat until we made it.
    Ιδρώσαμε ώσπου να τα καταφέρουμε.
  4. (αμετάβατο, ανεπίσημο) στενοχωριέμαι, ανησυχώ
    Don’t sweat over unimportant things.
    Μη στενοχωριέσαι με ασήμαντα πράγματα.
    Don’t sweat it.
    Μη στενοχωριέσαι γι' αυτό.
    I’m sweating (over) the results.
    Ανησυχώ για τα αποτελέσματα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη worry