↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ιδρωμένος η ιδρωμένη το ιδρωμένο
      γενική του ιδρωμένου της ιδρωμένης του ιδρωμένου
    αιτιατική τον ιδρωμένο την ιδρωμένη το ιδρωμένο
     κλητική ιδρωμένε ιδρωμένη ιδρωμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ιδρωμένοι οι ιδρωμένες τα ιδρωμένα
      γενική των ιδρωμένων των ιδρωμένων των ιδρωμένων
    αιτιατική τους ιδρωμένους τις ιδρωμένες τα ιδρωμένα
     κλητική ιδρωμένοι ιδρωμένες ιδρωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ιδρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ιδρώνω

ιδρωμένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ιδρώνω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία