παραθετικά
θετικός sweaty
συγκριτικός sweatier
υπερθετικός sweatiest

  Ετυμολογία

επεξεργασία
sweaty < sweat + -y

  Επίθετο

επεξεργασία

sweaty (en)

  • ιδρωμένος, καταϊδρωμένος
    ⮡  He wiped his sweaty forehead.
    Σκούπισε το ιδρωμένο του μέτωπο.
    ⮡  Change fast, you’re very sweaty.
    Άλλαξε γρήγορα, είσαι καταϊδρωμένος.