καταϊδρωμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταϊδρωμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καταϊδρώνω
Μετοχή
επεξεργασίακαταϊδρωμένος, -η, -ο
- πολύ ιδρωμένος, κάθιδρος
- ↪ έκφραση: ήρθε τελευταίος και καταϊδρωμένος (όχι μόνον ήρθε τελευταίος, αλλά δυσκολεύτηκε ακόμα και να τερματίσει)