Ετυμολογία

επεξεργασία
sueur < λατινική sudorem, αιτιατική του sudor

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sɥœʁ/
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
sueur sueurs

sueur (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία