ιδρώνω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ιδρώνω < μεσαιωνική ελληνική ιδρώνω < αρχαία ελληνική ἱδρῶ + -ώνω
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ιδρώνω
- αποβάλλω ιδρώτα από τους πόρους του δέρματος
- κάνει πολλή ζέστη και ίδρωσα
- κουράζομαι πολύ
- ίδρωσα να τον καταφέρω να έρθει μαζί μας
- εργάζομαι σκληρά
- εμφανίζω σταγονίδια νερού στην εξωτερική μου επιφάνεια
Εκφράσεις επεξεργασία
- δεν ιδρώνει το αφτί μου : αδιαφορώ για όσα ακούω
Συγγενικά επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ιδρώνω
|