Ετυμολογία

επεξεργασία

ξεϊδρώνω< ξε + ιδρώνω

ξεϊδρώνω

  • Κάθομαι για λίγο χωρίς να κάνω τίποτε και στεγνώνω απ' τον ιδρώτα.

Αντώνυμα

επεξεργασία