εφιδρώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαεφιδρώνω
- ιδρώνω φυσιολογικά.
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εφιδρώνω | εφίδρωνα | θα εφιδρώνω | να εφιδρώνω | εφιδρώνοντας | |
β' ενικ. | εφιδρώνεις | εφίδρωνες | θα εφιδρώνεις | να εφιδρώνεις | εφίδρωνε | |
γ' ενικ. | εφιδρώνει | εφίδρωνε | θα εφιδρώνει | να εφιδρώνει | ||
α' πληθ. | εφιδρώνουμε | εφιδρώναμε | θα εφιδρώνουμε | να εφιδρώνουμε | ||
β' πληθ. | εφιδρώνετε | εφιδρώνατε | θα εφιδρώνετε | να εφιδρώνετε | εφιδρώνετε | |
γ' πληθ. | εφιδρώνουν(ε) | εφίδρωναν εφιδρώναν(ε) |
θα εφιδρώνουν(ε) | να εφιδρώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εφίδρωσα | θα εφιδρώσω | να εφιδρώσω | εφιδρώσει | ||
β' ενικ. | εφίδρωσες | θα εφιδρώσεις | να εφιδρώσεις | εφίδρωσε | ||
γ' ενικ. | εφίδρωσε | θα εφιδρώσει | να εφιδρώσει | |||
α' πληθ. | εφιδρώσαμε | θα εφιδρώσουμε | να εφιδρώσουμε | |||
β' πληθ. | εφιδρώσατε | θα εφιδρώσετε | να εφιδρώσετε | εφιδρώστε | ||
γ' πληθ. | εφίδρωσαν εφιδρώσαν(ε) |
θα εφιδρώσουν(ε) | να εφιδρώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εφιδρώσει | είχα εφιδρώσει | θα έχω εφιδρώσει | να έχω εφιδρώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εφιδρώσει | είχες εφιδρώσει | θα έχεις εφιδρώσει | να έχεις εφιδρώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εφιδρώσει | είχε εφιδρώσει | θα έχει εφιδρώσει | να έχει εφιδρώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εφιδρώσει | είχαμε εφιδρώσει | θα έχουμε εφιδρώσει | να έχουμε εφιδρώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εφιδρώσει | είχατε εφιδρώσει | θα έχετε εφιδρώσει | να έχετε εφιδρώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εφιδρώσει | είχαν εφιδρώσει | θα έχουν εφιδρώσει | να έχουν εφιδρώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία εφιδρώνω
|