Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ιδροκοπώ
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
ιδροκοπώ
<
ιδρώτας
+
-κοπώ
(<
κόπος
)
Ρήμα
επεξεργασία
ιδροκοπώ
ιδρώνω
πολύ λόγω έντονης σωματικής προσπάθειας
(
κατ’ επέκταση
) καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια,
μοχθώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιδροκοπώ