ιδροκοπώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ιδροκοπώ
- ιδρώνω πολύ λόγω έντονης σωματικής προσπάθειας
- (κατ’ επέκταση) καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μοχθώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ιδροκοπώ
|