Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ιδροκοπώ < ιδρώτας + -κοπώ (< κόπος)

  Ρήμα επεξεργασία

ιδροκοπώ

  1. ιδρώνω πολύ λόγω έντονης σωματικής προσπάθειας
  2. (κατ’ επέκταση) καταβάλλω μεγάλη προσπάθεια, μοχθώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία