recall
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
recall | recalls |
recall (en)
- η ανάκληση
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | recall |
γ΄ ενικό ενεστώτα | recalls |
αόριστος | recalled |
παθητική μετοχή | recalled |
ενεργητική μετοχή | recalling |
recall (en)
- ανακαλώ
- ανακαλώ στη μνήμη, θυμάμαι, ενθυμούμαι