Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
recall recalls

recall (en)

ενεστώτας recall
γ΄ ενικό ενεστώτα recalls
αόριστος recalled
παθητική μετοχή recalled
ενεργητική μετοχή recalling

recall (en)

  1. ανακαλώ
  2. ανακαλώ στη μνήμη, θυμάμαι, ενθυμούμαι