ρυμούλκιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ρυμούλκιο < ρυμουλκώ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ρυμούλκιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος): ο χοντρός κάβος ή συρματόσχοινο με το οποίο επιχειρείται η ρυμούλκηση πλοίου
- σχοινί, συρματόσχοινο ή ιμάντας ρυμούλκησης οχημάτων.
- μεταλλική δοκός ρυμούλκησης που διατηρεί σταθερή απόσταση μεταξύ ρυμουλκού και ρυμουλκούμενου
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ρυμούλκιο
|