συρματόσχοινο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- συρματόσχοινο: → δείτε τη λέξη συρματόσκοινο
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siɾ.maˈto.sçi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συρ‐μα‐τό‐σχοι‐νο
Ουσιαστικό επεξεργασία
συρματόσχοινο ουδέτερο
- λογιότερη μορφή του συρματόσκοινο