Δείτε επίσης: συρματόσκοινο
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συρματόσχοινο τα συρματόσχοινα
      γενική του συρματόσχοινου των συρματόσχοινων
    αιτιατική το συρματόσχοινο τα συρματόσχοινα
     κλητική συρματόσχοινο συρματόσχοινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συρματόσχοινο: → δείτε τη λέξη συρματόσκοινο

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /siɾ.maˈto.sçi.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συρ‐μα‐τό‐σχοι‐νο

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συρματόσχοινο ουδέτερο