συρματόσχοινο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- συρματόσχοινο: → δείτε τη λέξη συρματόσκοινο
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /siɾ.maˈto.sçi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συρ‐μα‐τό‐σχοι‐νο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
συρματόσχοινο ουδέτερο
- λογιότερη μορφή του συρματόσκοινο
- ※ Ο μπάρμπας έσυρε αργά τα πόδια του προς την παρέα στο βάθος. Έμοιαζε σαν να τον τραβούσε μια αόρατη ρυμούλκα με συρματόσχοινο (Κώστας Μουζουράκης, Φίδια στο Σκορπιό, εκδ. Καστανιώτη, 2011)