Δείτε επίσης: συρματόσχοινο

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συρματόσκοινο τα συρματόσκοινα
      γενική του συρματόσκοινου των συρματόσκοινων
    αιτιατική το συρματόσκοινο τα συρματόσκοινα
     κλητική συρματόσκοινο συρματόσκοινα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

συρματόσκοινο < συρματόσχοινο με προσαρμογή στη δημοτική [sx] < [sk] < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συρματόσχοινον < σύρμα, συρματ- + -ό- + σχοιν(ίον) + -ο, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική wire rope ή από τη γερμανική Drahtseil [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /siɾ.maˈto.sci.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συρ‐μα‐τό‐σκοι‐νο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

συρματόσκοινο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία