μπάρμπας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- μπάρμπας < (άμεσο δάνειο) βενετική barba
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαμπάρμπας αρσενικό
- θείος
- άντρας σχετικά προχωρημένης ηλικίας
- ※ Ο μπάρμπας έσυρε αργά τα πόδια του προς την παρέα στο βάθος. Έμοιαζε σαν να τον τραβούσε μια αόρατη ρυμούλκα με συρματόσχοινο (Κώστας Μουζουράκης, Φίδια στο Σκορπιό, εκδ. Καστανιώτη, 2011)