Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
μπάρμπας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
μπάρμπ
ας
οι
μπαρμπ
άδες
γενική
του
μπάρμπ
α
των
μπαρμπ
άδων
αιτιατική
τον
μπάρμπ
α
τους
μπαρμπ
άδες
κλητική
μπάρμπ
α
μπαρμπ
άδες
Κατηγορία
όπως «
ρήγας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
μπάρμπας
< (
άμεσο δάνειο
)
βενετική
barba
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈbaɾ.bas
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
μπάρμπας
αρσενικό
θείος
άντρας
σχετικά προχωρημένης ηλικίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
μπάρμπας
αγγλικά
:
uncle
(en)
γαλλικά
:
tonton
(fr)
εσπεράντο
:
oĉjo
(eo)