↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μπάρμπας οι μπαρμπάδες
      γενική του μπάρμπα των μπαρμπάδων
    αιτιατική τον μπάρμπα τους μπαρμπάδες
     κλητική μπάρμπα μπαρμπάδες
Κατηγορία όπως «ρήγας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπάρμπας < (άμεσο δάνειο) βενετική barba

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈbaɾ.bas/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπάρμπας αρσενικό

  1. θείος
  2. άντρας σχετικά προχωρημένης ηλικίας
    ※  Ο μπάρμπας έσυρε αργά τα πόδια του προς την παρέα στο βάθος. Έμοιαζε σαν να τον τραβούσε μια αόρατη ρυμούλκα με συρματόσχοινο (Κώστας Μουζουράκης, Φίδια στο Σκορπιό, εκδ. Καστανιώτη, 2011)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία