ρυμούλκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρυμούλκα | οι | ρυμούλκες |
γενική | της | ρυμούλκας | — | |
αιτιατική | τη | ρυμούλκα | τις | ρυμούλκες |
κλητική | ρυμούλκα | ρυμούλκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ρυμούλκα < ρυμουλκώ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαρυμούλκα θηλυκό, πληθυντικός ρυμούλκες
- (λαϊκότροπο) η ρυμούλκηση
- τον πήγε ρυμούλκα (= ρυμουλκώντας)
- το ρυμουλκούμενο μέσο, αυτό που ρυμουλκείται
- ※ ..ν'ακούει πρόθυμα τις περιγραφές για τα είκοσι τέσσερις χιλιάδες κυβικά του κινητήρα και το δωδεκατάχυτο κιβώτιο. Χωρίς ρυμούλκα, το Σκάνια πετούσε στο δρόμο, τρεις ώρες είχαν κάνει απ' τα διόδια της Λάρισας μέχρι τα φανάρια της Νέας Κηφιφιάς. (Νίκος Παναγιωτόπουλος, Τα παιδιά του Κάιν, εκδ. Μεταίχμιο, 2011)
- ο μηχανισμός ρυμούλκησης
- ※ Ο μπάρμπας έσυρε αργά τα πόδια του προς την παρέα στο βάθος. Έμοιαζε σαν να τον τραβούσε μια αόρατη ρυμούλκα με συρματόσχοινο (Κώστας Μουζουράκης, Φίδια στο Σκορπιό, εκδ. Καστανιώτη, 2011)