ρυμούλκα
Ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ρυμούλκα < ρυμουλκώ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ρυμούλκα θηλυκό, πληθυντικός ρυμούλκες
- (λαϊκότροπο) η ρυμούλκηση
- τον πήγε ρυμούλκα (= ρυμουλκώντας)
- το ρυμουλκούμενο μέσο, αυτό που ρυμουλκείται
ρυμούλκα θηλυκό, πληθυντικός ρυμούλκες