Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
haul hauls

haul (en)

  1. η μεταφορά φορτίου
  2. η λεία ενός κλέφτη
  3. η ψαριά
  4. τα ψώνια, το σύνολο των αγορών που έκανε κάποιος πηγαίνοντας μια φορά στα μαγαζιά

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας haul
γ΄ ενικό ενεστώτα hauls
αόριστος hauled
παθητική μετοχή hauled
ενεργητική μετοχή hauling

haul (en)

  Πηγές επεξεργασία