haul
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
haul | hauls |
haul (en)
- η μεταφορά φορτίου
- η λεία ενός κλέφτη
- η ψαριά
- τα ψώνια, το σύνολο των αγορών που έκανε κάποιος πηγαίνοντας μια φορά στα μαγαζιά
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | haul |
γ΄ ενικό ενεστώτα | hauls |
αόριστος | hauled |
παθητική μετοχή | hauled |
ενεργητική μετοχή | hauling |
haul (en)