Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Ετυμολογία Επεξεργασία

δεσπόζω < αρχαία ελληνική δεσπόζω < δεσπότης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déms pótis < *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος)

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /ðeˈspo.zo/

  ΡήμαΕπεξεργασία

δεσπόζω

  1. κυριαρχώ, εξουσιάζω κάποιον ή κάτι
  2. (μεταφορικά) έχω την πιο σημαντική θέση
  3. βρίσκομαι στο πιο ψηλό σημείο, ξεχωρίζω
  4. επιβάλλομαι με τον όγκο και τις διαστάσεις μου

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία