Ετυμολογία

επεξεργασία

δεσπόζω

  1. κυριαρχώ, εξουσιάζω κάποιον ή κάτι
  2. (μεταφορικά) έχω την πιο σημαντική θέση
  3. βρίσκομαι στο πιο ψηλό σημείο, ξεχωρίζω
  4. επιβάλλομαι με τον όγκο και τις διαστάσεις μου

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία