Δείτε επίσης: δεσποτάκι
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δεσπότης οι δεσπότες, δεσπότηδες
& δεσποτάδες
      γενική του δεσπότη
& δεσπότου
των δεσποτών, δεσπότηδων
& δεσποτάδων
    αιτιατική τον δεσπότη τους δεσπότες, δεσπότηδες
& δεσποτάδες
     κλητική δεσπότη
& δέσποτα
δεσπότες, δεσπότηδες
& δεσποτάδες
Η γενική ενικού δεσπότου και
η κλητική ενικού δέσποτα! σε επίσημο ύφος λόγου.
Κατηγορία όπως «ράφτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δεσπότης οἱ δεσπόται
      γενική τοῦ δεσπότου τῶν δεσποτῶν
      δοτική τῷ δεσπότ τοῖς δεσπόταις
    αιτιατική τὸν δεσπότην τοὺς δεσπότᾱς
     κλητική ! δέσποτ* δεσπόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δεσπότ
γεν-δοτ τοῖν  δεσπόταιν
* Εξαίρεση κλητικής ενικού με αναβιβασμό του τόνου.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δεσπότης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déms pótis < *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος). Συγγενές με το σανσκριτικό दम्पति (dám-pati), "κύριος του σπιτιού"

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεσπότης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία