Δείτε επίσης: δεσποτάκι
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δεσπότης οι δεσπότες, δεσπότηδες
δεσποτάδες
      γενική του δεσπότη
δεσπότου
των δεσποτών, δεσπότηδων
δεσποτάδων
    αιτιατική τον δεσπότη τους δεσπότες, δεσπότηδες
δεσποτάδες
     κλητική δεσπότη
δέσποτα
δεσπότες, δεσπότηδες
δεσποτάδες
Η γενική ενικού δεσπότου και
η κλητική ενικού δέσποτα! σε επίσημο ύφος λόγου.
Κατηγορία όπως «ράφτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεσπότης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δεσπότης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déms pótis < *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος)

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðeˈspo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐σπό‐της

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεσπότης αρσενικό

  1. ηγεμόνας, άρχοντας
  2. (ειδικότερα) ο ηγεμόνας ενός δεσποτάτου
  3. (θρησκεία) επίσκοπος (με κλητική δέσποτα και πληθυντικό δεσπότες και δεσποτάδες)

Συγγενικά

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική δεσπότης οἱ δεσπόται
      γενική τοῦ δεσπότου τῶν δεσποτῶν
      δοτική τῷ δεσπότ τοῖς δεσπόταις
    αιτιατική τὸν δεσπότην τοὺς δεσπότᾱς
     κλητική ! δέσποτ* δεσπόται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  δεσπότ
γεν-δοτ τοῖν  δεσπόταιν
* Εξαίρεση κλητικής ενικού με αναβιβασμό του τόνου.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεσπότης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déms pótis < *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος). Συγγενές με το σανσκριτικό दम्पति (dám-pati), "κύριος του σπιτιού"

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεσπότης αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία