↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεσποσύνη οι δεσποσύνες
      γενική της δεσποσύνης των δεσποσυνών
    αιτιατική τη δεσποσύνη τις δεσποσύνες
     κλητική δεσποσύνη δεσποσύνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
δεσποσύνη < θηλυκό για την αρχαία ελληνική δεσπόσυνος < δεσπόζω < δεσπότης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déms pótis < *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική maîtresse)[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ðe.spoˈsi.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δε‐σπο‐σύ‐νη

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεσποσύνη θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία