δεσποσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δεσποσύνη < θηλυκό για την αρχαία ελληνική δεσπόσυνος < δεσπόζω < δεσπότης < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *déms pótis < *dṓm (σπίτι, δόμος) + *pótis (κύριος) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική maîtresse)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðe.spoˈsi.ni/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐σπο‐σύ‐νη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεσποσύνη θηλυκό
- (ειρωνικό) άλλη μορφή του δεσποινίς
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη δεσπότης
Μεταφράσεις
επεξεργασία δεσποσύνη
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ δεσποσύνη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας