δεσποινίς
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δεσποινίς & δεσποινίδα |
οι | δεσποινίδες |
γενική | της | δεσποινίδος & δεσποινίδας |
των | δεσποινίδων |
αιτιατική | τη | δεσποινίδα | τις | δεσποινίδες |
κλητική | δεσποινίς & δεσποινίδα |
δεσποινίδες | ||
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, κατά την αρχαία τρίτη κλίση. Οι δεύτεροι τύποι κατά το νεότερο δεσποινίδα. | ||||
όπως «αρχαιόκλιτα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- δεσποινίς < μεσαιωνική ελληνική δεσποινίς < αρχαία ελληνική δέσποινα + -ίς [1]
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ðe.spiˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δε‐σποι‐νίς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δεσποινίς θηλυκό
- η νεαρή κοπέλα
- ⮡ πώς μεγάλωσε η Σοφία! Είναι πια μια μικρή δεσποινίς
- ο τίτλος που συνοδεύει το όνομα νεαρών ανύπαντρων γυναικών
- ⮡ η δεσποινίς Μαρία
- (προσφώνηση) η προσφώνηση για νεαρή ανύπαντρη κοπέλα
- ⮡ Δεσποινίς! Ελάτε παρακαλώ!
Συγγενικά
επεξεργασία- δεσποινίδα
- δεσποινιδούλα
- δεσποινάριο
- → δείτε τη λέξη δεσπότης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δεσποινίς
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ δεσποινίς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας