fraŭlino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fɾawˈli.no/
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fraŭlino | fraŭlinoj |
αιτιατική | fraŭlinon | fraŭlinojn |
fraŭlino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | fraŭlino | fraŭlinoj |
αιτιατική | fraŭlinon | fraŭlinojn |
fraŭlino (eo)