πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δεσποινίδα οι δεσποινίδες
      γενική της δεσποινίδας των δεσποινίδων
    αιτιατική τη δεσποινίδα τις δεσποινίδες
     κλητική δεσποινίδα δεσποινίδες
Δείτε την κλίση στο δεσποινίς.
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
δεσποινίδα < δεσποινίς (υποκοριστικό του δέσποινα), από την αιτιατική δεσποινίδα

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεσποινίδα θηλυκό

Μεταφράσεις

επεξεργασία