χωροδεσπότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χωροδεσπότης < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα χωροδεσπότης, (μαρτυρείται από το 1836)[1] Μορφολογικά αναλύεται σε χωρο- + δεσπότης.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xo.ɾo.ðeˈspo.tis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χω‐ρο‐δε‐σπό‐της
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχωροδεσπότης αρσενικό
- (ιστορία, στη μεσαιωνική δυτική Ευρώπη) ο ιδιοκτήτης μιας περιοχής ή χώρας, κυρίαρχος δεσπότης ενός φέουδου [2] [3]
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χωροδεσπότης
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 1127, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .