φέουδο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φέουδο | τα | φέουδα |
γενική | του | φέουδου | των | φέουδων |
αιτιατική | το | φέουδο | τα | φέουδα |
κλητική | φέουδο | φέουδα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φέουδο < (καθαρεύουσα) φέουδον < (άμεσο δάνειο) ιταλική feudo < μεσαιωνική λατινική feudum
Ουσιαστικό επεξεργασία
φέουδο ουδέτερο
- τμήμα γης που παραχωρούσε την εποχή της φεουδαρχίας ο κυρίαρχος ηγεμόνας σε έναν υποτελή του σε αντάλλαγμα της αφοσίωσης και των στρατιωτικών υπηρεσιών του
- (μεταφορικά) κάτι στο οποίο θεωρεί κάποιος ότι έχει απόλυτο δικαίωμα να το χειρίζεται και/ή να το εκμεταλλεύεται ανεξέλεγκτα
- υπάρχει μια ομάδα βουλευτών που θεωρούν ότι το κόμμα είναι φέουδό τους
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- φέουδο στη Βικιπαίδεια