↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φέουδο τα φέουδα
      γενική του φέουδου των φέουδων
    αιτιατική το φέουδο τα φέουδα
     κλητική φέουδο φέουδα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φέουδο < (καθαρεύουσα) φέουδον < (άμεσο δάνειο) ιταλική feudo < μεσαιωνική λατινική feudum

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

φέουδο ουδέτερο

  1. τμήμα γης που παραχωρούσε την εποχή της φεουδαρχίας ο κυρίαρχος ηγεμόνας σε έναν υποτελή του σε αντάλλαγμα της αφοσίωσης και των στρατιωτικών υπηρεσιών του
     συνώνυμα: τιμάριο
  2. (μεταφορικά) κάτι στο οποίο θεωρεί κάποιος ότι έχει απόλυτο δικαίωμα να το χειρίζεται και/ή να το εκμεταλλεύεται ανεξέλεγκτα
    υπάρχει μια ομάδα βουλευτών που θεωρούν ότι το κόμμα είναι φέουδό τους

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία