Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φεουδαρχία οι φεουδαρχίες
      γενική της φεουδαρχίας των φεουδαρχιών
    αιτιατική τη φεουδαρχία τις φεουδαρχίες
     κλητική φεουδαρχία φεουδαρχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φεουδαρχία < φεουδαρχισμός ( < φεουδάρχ + ισμος) + -ος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φεουδαρχία θηλυκό

  1. το πολιτικό και κοινωνικό σύστημα που επικράτησε στη Δυτική Ευρώπη κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα· ο όρος χαρακτηρίζει το πλέγμα σχέσεων μεταξύ των διάφορων βαθμίδων της στρατιωτικής αριστοκρατίας, σύμφωνα με το οποίο ο ισχυρότερος στην τάξη ευγενής παραχωρούσε ένα τμήμα γης (το φέουδο) σε κάποιον υποτελή του σε αντάλλαγμα των στρατιωτικών υπηρεσιών του· ο όρος αναφέρεται επίσης στην πολυδιάσπαση της εξουσίας που προέκυψε κατ' αυτόν τον τρόπο
     συνώνυμα: φεουδαλισμός, φεουδαρχισμός
  2. χαρακτηρισμός για ανάλογα κοινωνικά συστήματα σε άλλα μέρη του κόσμου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία