Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
féodalisme féodalismes

  Ουσιαστικό επεξεργασία

féodalisme (fr) αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη féodal