féodalité
Γαλλικά (fr)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
féodalité (fr) θηλυκό
- ο φεουδαλισμός, η φεουδαρχία
- (μεταφορικά) (ειρωνικό) μεγάλη κοινωνική ή οικονομική δύναμη που τείνει να ανεξαρτητοποιηθεί στο εσωτερικό ενός κράτους
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη féodal