• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

féodal

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Επίθετο
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά

Γαλλικά (fr)

επεξεργασία

Επίθετο

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό féodal féodals
θηλυκό féodale féodales

féodal (fr)

  1. φεουδαρχικός, σχετικός με ένα φέουδο ή με την φεουδαρχία
  2. (κατ’ επέκταση) που έχει ένα πολιτικό σύστημα που μοιάζει με την φεουδαρχία
  3. (μεταφορικά) αρχαϊκός, ξεπερασμένος

Ουσιαστικό

επεξεργασία
ενικός πληθυντικός
féodal féodaux

féodal (fr) αρσενικό

  1. (ιστορία) άρχοντας στο φεουδαρχικό σύστημα
  2. (συνεκδοχικά) μεγάλος γαιοκτήμονας

Συγγενικά

επεξεργασία
  • féodalisme
  • féodalité
  • fief
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=féodal&oldid=5150262"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Ιουλίου 2021, στις 12:22

Γλώσσες

    • Català
    • English
    • Suomi
    • Français
    • Magyar
    • Ido
    • 日本語
    • 한국어
    • Polski
    • Română
    • Русский
    • Slovenčina
    • Tiếng Việt
    • 中文
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Ιουλίου 2021, στις 12:22.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας