Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fief (en)

  1. φέουδο
  2. ιδιοκτησία που δίνεται σε κάποιον με αντάλλαγμα την υποχρέωση παροχής στρατιωτικής υπηρεσίας



Γαλλικά (fr) επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
fief fiefs

  Ουσιαστικό επεξεργασία

fief (fr) αρσενικό

  1. (ιστορία) το φέουδο
  2. η διοικητική περιφέρεια στην οποία εκλέγεται και για την οποία ευθύνεται κάποιος πολιτικός

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη féodal