Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
φεουδαρχικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
φεουδαρχικ
ός
η
φεουδαρχικ
ή
το
φεουδαρχικ
ό
γενική
του
φεουδαρχικ
ού
της
φεουδαρχικ
ής
του
φεουδαρχικ
ού
αιτιατική
τον
φεουδαρχικ
ό
τη
φεουδαρχικ
ή
το
φεουδαρχικ
ό
κλητική
φεουδαρχικ
έ
φεουδαρχικ
ή
φεουδαρχικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
φεουδαρχικ
οί
οι
φεουδαρχικ
ές
τα
φεουδαρχικ
ά
γενική
των
φεουδαρχικ
ών
των
φεουδαρχικ
ών
των
φεουδαρχικ
ών
αιτιατική
τους
φεουδαρχικ
ούς
τις
φεουδαρχικ
ές
τα
φεουδαρχικ
ά
κλητική
φεουδαρχικ
οί
φεουδαρχικ
ές
φεουδαρχικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
φεουδαρχικός
<
φεουδάρχης
<
φέουδο
+
-άρχης
Επίθετο
επεξεργασία
φεουδαρχικός -ή -ό
ο σχετικός με τη
φεουδαρχία
και τους
φεουδάρχες
φεουδαρχικοί
θεσμοί
Συνώνυμα
επεξεργασία
φεουδαλικός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
φεουδαρχικός
αγγλικά
:
feudal
(en)
γαλλικά
:
féodal
(fr)