Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φεουδαλισμός οι φεουδαλισμοί
      γενική του φεουδαλισμού των φεουδαλισμών
    αιτιατική τον φεουδαλισμό τους φεουδαλισμούς
     κλητική φεουδαλισμέ φεουδαλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φεουδαλισμός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φεουδαλισμός αρσενικό

  • πολιτικοκοινωνικό σύστημα του μεσαίωνα κατά το οποίο η χώρα ήταν χωρισμένη σε φέουδα· κατά το σύστημα αυτό, μια χώρα χωριζόταν σε πολλές μικρές ηγεμονίες, οι οποίες όμως αναγνώριζαν τον κεντρικό ηγεμόνα της χώρας ως ανώτατο άρχοντα

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία