φεουδαρχισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φεουδαρχισμός < φεουδαρχία + -ισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
φεουδαρχισμός αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
φεουδαρχισμός
→ δείτε τη λέξη φεουδαρχία |
φεουδαρχισμός αρσενικό
→ δείτε τη λέξη φεουδαρχία |