Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

δεσποτικόν ουδέτερο

Συγγενικά

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
δεσποτικόν: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

επεξεργασία

δεσποτικόν

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του δεσποτικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δεσποτικός
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: δεσποτικό με επέκταση σημασίας