δεσποτικόν
Ετυμολογία 1
επεξεργασία- δεσποτικόν: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου δεσποτικός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεσποτικόν ουδέτερο
- το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο
Συγγενικά
επεξεργασία- δεσποτικά (στον πληθυντικό)
- Δεσποτικόν (τοπωνύμικο)
Ετυμολογία 2
επεξεργασία- δεσποτικόν: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδεσποτικόν
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του δεσποτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δεσποτικός
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: δεσποτικό με επέκταση σημασίας
Πηγές
επεξεργασία- Jahresh. = Jahreshefte des österreichischen archäologischen Instituts, Viena 1898 ss. [siguientes: ακόλουθα τα επόμενα] Beibl. = Beiblatt. στο DGE - δεσποτικόν - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- δεσποτικός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΚλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαδεσποτικόν
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του δεσποτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του δεσποτικός