θησαυροφυλάκιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θησαυροφυλάκιο < (ελληνιστική κοινή) θησαυροφυλάκιον < αρχαία ελληνική θησαυρός + φυλάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαθησαυροφυλάκιο ουδέτερο
- το μέρος όπου φυλάσσονται θησαυροί
θησαυροφυλάκιο ουδέτερο