Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
θησαυροφυλάκιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
θησαυροφυλάκι
ο
τα
θησαυροφυλάκι
α
γενική
του
θησαυροφυλακί
ου
&
θησαυροφυλάκι
ου
των
θησαυροφυλακί
ων
αιτιατική
το
θησαυροφυλάκι
ο
τα
θησαυροφυλάκι
α
κλητική
θησαυροφυλάκι
ο
θησαυροφυλάκι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
θησαυροφυλάκιο
<
(
ελληνιστική κοινή
)
θησαυροφυλάκιον
<
αρχαία ελληνική
θησαυρός
+
φυλάσσω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
θησαυροφυλάκιο
ουδέτερο
το μέρος όπου φυλάσσονται
θησαυροί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
θησαυροφυλάκιο
αρχαία ελληνικά
:
ταμιεῖον
,
ταμεῖον
αγγλικά
:
chest
(en)
,
treasury
(en)
,
vault
(en)