ταμεῖον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ταμεῖον | τὰ | ταμεῖᾰ |
γενική | τοῦ | ταμείου | τῶν | ταμείων |
δοτική | τῷ | ταμείῳ | τοῖς | ταμείοις |
αιτιατική | τὸ | ταμεῖον | τὰ | ταμεῖᾰ |
κλητική ὦ! | ταμεῖον | ταμεῖᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταμείω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ταμείοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαταμεῖον ουδέτερο
- άλλη μορφή του ταμιεῖον