Δείτε επίσης: ταμείο, ταμεῖον, ταμιών, ταμιῶν
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
τᾰμῐ-
ονομαστική τὸ ταμιεῖον τὰ ταμιεῖ
      γενική τοῦ ταμιείου τῶν ταμιείων
      δοτική τῷ ταμιεί τοῖς ταμιείοις
    αιτιατική τὸ ταμιεῖον τὰ ταμιεῖ
     κλητική ! ταμιεῖον ταμιεῖ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταμιείω
γεν-δοτ τοῖν  ταμιείοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'τέκνον' όπως «στοιχεῖον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταμιεῖον < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tem- (κόβω) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ταμιεῖον ουδέτερο

  1. θησαυροφυλάκιο
  2. κατάστημα
  3. αποθήκη
  4. υδροταμιευτήρας, δεξαμενή
  5. δωμάτιο, καμαράκι

Άλλες μορφές

επεξεργασία