Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τύραννος οι τύραννοι
      γενική του τυράννου
τύραννου
των τυράννων
    αιτιατική τον τύραννο τους τυράννους
τύραννους
     κλητική τύραννε τύραννοι
Κατηγορία όπως «δάσκαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τύραννος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική τύραννος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τύραννος αρσενικό

  • άτομο που κυβερνά ή γενικά ασκεί εξουσία με αυταρχισμό, σκληρότητα, αυθαιρεσία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

τύραννος < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τύραννος αρσενικό Ο αρχηγός του τυραννικού καθεστώτος στην αρχαϊκή εποχή

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία