Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δέσποτας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
δέσποτ
ας
οι
δεσποτ
άδες
γενική
του
δέσποτ
α
των
δεσποτ
άδων
αιτιατική
τον
δέσποτ
α
τους
δεσποτ
άδες
κλητική
δέσποτ
α
δεσποτ
άδες
Κατηγορία
όπως «
τραγόπαπας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ˈðe.spo.tas
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
δέσποτας
αρσενικό
→
δείτε
τη λέξη
δεσπότης