Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πυργοδεσπότης οι πυργοδεσπότες
      γενική του πυργοδεσπότη των πυργοδεσποτών
    αιτιατική τον πυργοδεσπότη τους πυργοδεσπότες
     κλητική πυργοδεσπότη πυργοδεσπότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πυργοδεσπότης < πύργος + -ο- + δεσπότης ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική seigneur châtelain[1] [2])

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πυργοδεσπότης αρσενικό (θηλυκό πυργοδέσποινα)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  1. πυργοδεσπότηςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πυργοδεσπότης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας