• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

seigneur

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Γαλλικά (fr)
    • 1.1 Προφορά
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικές λέξεις
      • 1.2.2 Ομώνυμα / Ομόηχα

Γαλλικά (fr)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

  (βοήθεια·αρχείο)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
seigneur seigneurs

seigneur (fr) αρσενικό (θηλυκό seigneuresse)

  1. (ιστορία) ο φεουδάρχης
    ≈ συνώνυμα: noble, sire, suzerain
  2. ο άρχοντας, ο αφέντης, ο ηγεμόνας
  3. (οικείο) αστειευόμενη, έτσι αποκαλεί μια γυναίκα τον σύζυγό της:
    mon seigneur et maître
  4. (θρησκεία) ο θεός
    ≈ συνώνυμα: déité, dieu, divinité

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία

  • conseigneur
  • coseigneur, coseigneurie
  • monseigneur, messeigneurs, monseigneuriser
  • monsieur, monsieuriser
  • nosseigneurs
  • pince-monseigneur
  • seigneuriage
  • seigneurial
  • seigneurie
  • seigneurifier
  • seigneuriser

Ομώνυμα / ΟμόηχαΕπεξεργασία

  • saigneur
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=seigneur&oldid=5568539"
Τελευταία επεξεργασία στις 18 Ιουνίου 2022, στις 17:10
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 18 Ιουνίου 2022, στις 17:10.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie