pince-monseigneur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pince-monseigneur < pince + monseigneur
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
---|---|
pince-monseigneur | pinces-monseigneur |
pince-monseigneur (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
pince-monseigneur | pinces-monseigneur |
pince-monseigneur (fr) θηλυκό