monseigneur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
monseigneur | monseigneurs |
monseigneur (fr) αρσενικό
- τίτλος ευγενείας με τον οποίο απευθυνόμαστε σε κάποιον που ξεχωρίζει από τη θέση του ή τη γέννησή του