coseigneurie
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- coseigneurie < coseigneur
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
coseigneurie | coseigneuries |
coseigneurie (fr) θηλυκό
- τα δικαιώματα που είχαν πολλοί φεουδάρχες από κοινού στην ίδια κτηματική περιουσία