Ετυμολογία

επεξεργασία
seigneuriage < seigneur

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
seigneuriage seigneuriages

seigneuriage (fr) αρσενικό

  1. δικαίωμα ενός άρχοντα
  2. δικαίωμα που είχαν μερικοί δεσπότες να κόβει νόμισμα