Επίθετο

επεξεργασία

noble (en)

  1. ευγενής, αριστοκράτης



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
noble nobles

noble (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

noble (fr) αρσενικό